- ὑστερίζειν
- ὑστερίζωcome afterpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υστερίζω — Α [ὕστερος] 1. (κυριολ. και μτφ.) μένω πίσω, καθυστερώ («ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ», Θουκ.) 2. (με γεν.) καθυστερώ, φθάνω αργά σχετικά με κάτι («τοὺς δ ἀποστόλους πάντας ὑμῑν ὑστερίζειν τῶν καιρῶν», Δημοσθ.) 3. έχω έλλειψη από κάτι, στερούμαι κάτι… … Dictionary of Greek